Άγχος και Πανικός (σύμφωνα με τη Ραϊχική Αναλυτική Προσέγγιση)

του Genovino Ferri
Απόδοση στα Eλληνικά-Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Καραπιπέρη

Στη Ραϊχική ανάλυση ο φόβος θεωρείται ένδειξη της ευφυΐας του ζώντος οργανισμού, καθώς συνδέεται πολλές φορές με την αίσθηση του πόνου.
Κατά τη φυλογενετική εξελικτική οπτική, δεν υπάρχει απολύτως σαφής διάκριση ανάμεσα στο φόβο και το άγχος. Η ιστορία της εξέλιξης των ζώντων οργανισμών, καταδεικνύει ότι το άγχος προμηνύει φόβο, γεγονός που γίνεται αντιληπτό ως ικανότητα των γνωστικά προηγμένων οργανισμών να προβλέψουν τον κίνδυνο στο χώρο και το χρόνο. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία του όντος, ο φόβος προηγείται του άγχους το οποίο γίνεται αντιληπτό, στους πιο εξελιγμένους οργανισμούς, ως ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου στο χώρο και στο χρόνο. Όταν ο φόβος εμφανίζεται προ των πυλών, γίνεται ένας ισχυρός και τρομερός εχθρός της ατομικής ελευθερίας που δεν πρέπει να υποβαθμίζεται, αλλά, αντίθετα να τον σεβόμαστε και να τον περιβάλλουμε με ό,τι μέσο διαθέτουμε. Πρέπει λοιπόν να τον αισθανθούμε, να «τον κοιτάξουμε κατάματα», να τον αναγνωρίσουμε και να μάθουμε περισσότερα γι αυτόν.
Σε μια περιγραφική οριζόντια ανάλυση, οι στιγμές που συνιστούν το ολικό φαινόμενο φόβος είναι οι ακόλουθες:
Αν κάτι επικίνδυνο ενσκήψει απρόοπτα σ ένα υποκείμενο που ζει την εμπειρία του να υπάρχει στον κόσμο σε κατάσταση αποδοχής και προστασίας, ο φόβος γίνεται κατάπληξη και αυτό που τη δημιουργεί είναι συνήθως κάτι γνωστό και οικείο.
Αν αντίθετα, το γεγονός που δημιουργεί την απειλή είναι κάτι τελείως περίεργο και άγνωστο στο εν λόγω υποκείμενο, τότε ο φόβος γίνεται τρόμος.
Όταν το απειλητικό είναι τρομερό και συγχρόνως έχει το χαρακτήρα του αιφνίδιου τότε ο φόβος γίνεται φρίκη.
Όταν ο τρόμος αυξάνεται σε μεγάλη ένταση, τότε αναπτύσσεται ο πανικός που χαρακτηρίζεται από την έντονη τάση φυγής.


Το να μάθουμε να αναγνωρίζουμε το φόβο και να αναπτύξουμε μια βαθύτερη κατανόησή του, συνιστά όμως μια κάθετη κίνηση, προκειμένου να βρούμε τις λέξεις και να τις διαβάσουμε σε όλο τους το βάθος. Οι λέξεις είναι αποθήκες φυλογενετικής ευφυΐας και έχουν πρόσβαση στα γονίδια. Έτσι, οδηγούν το βέλος του χρόνου να σχηματίσει αρνητική εντροπία καθώς η σωματική εντύπωση μετατρέπεται σε λεκτική έκφραση.
Στα ερμηνευτικά λεξικά αυτή η αίσθηση εκφράζεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Είτε ως πόνος και ανησυχία, είτε ως τρέχω -πηδώ -κινούμαι –τρέμω, ή ως παρορμητισμός και ρίσκο πειραματίζομαι .
Σε ετυμολογικούς όρους υπάρχει το pavere που σημαίνει να είσαι τρομοκρατημένος, ένα ρήμα που σημαίνει να μένεις κατάπληκτος, κατά κάποιο τρόπο, από το σοκ, και υπάρχει το pavor, επιρρηματικό επίθετο με την κατάληξη οr που σηματοδοτεί κάτι ζωογόνο και προσδιορίζει μια δύναμη δράσης μάλλον παρά μια κατάσταση. Η πρωταρχική έννοια του pavor είναι «πλήττομαι», η οποία μπορεί ακόμα να υποδεικνύει μια μελλοντική απειλή.
Μια άλλη λέξη που μπορεί να δείξει το φόβο είναι το timor όπως στη λέξη timid –δειλός συνεσταλμένος- ή timorous. Το αρχικό ρήμα είναι timeo που σημαίνει συμπυκνώνω, συμπιέζω,συμπτύσσομαι, μια κίνηση που εκφράζει ακαμψία, ένα πέτρωμα μια παράλυση.
Υπάρχει επίσης η λέξη terror -τρόμος- που προέρχεται από το ρήμα timeo που σημαίνει τρέμω, δονούμαι, τραντάζομαι.
Υπάρχει επίσης η λέξη horror -τρόμος- επίσης, που προέρχεται από το ρήμα horrere που σημαίνει ανατριχιάζω και παραπέμπει σε μια φυσική κατάσταση όπου σου σηκώνονται οι τρίχες.
Ακόμη υπάρχει η ελληνική λέξη φόβος, απ όπου και η λέξη φοβία, που σημαίνει τρομάζω, τρέπομαι σε φυγή .
Η λέξη άγχος από το anxia, το θηλυκό του anxius, που σημαίνει πολυάσχολος και ανήσυχος που διακατέχεται από φόβο και επιθυμία.
Η λέξη αγωνία από το angere, που σημαίνει σφίγγω, πνίγομαι, μια αίσθηση επώδυνη με σφίξιμο στο υπογάστριο που συνοδεύεται από μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή και βαθιά λύπη.
Πανικός, από τον Πάνα, θεότητα του δάσους, με κέρατα και πόδια τράγου, που με τον ήχο του αυλού του εισέβαλε ξαφνικά και δημιουργούσε τρελό φόβο.



Τόσο πολλή γλώσσα του σώματος!

Για να ενισχύσουμε την αναφώνηση αυτή είναι κατάλληλη μια περιγραφή του φόβου από τον Charles Darwin (1837):”του φόβου προηγείται συχνά η κατάπληξη <…> τα μάτια και το στόμα ανοίγουν εντελώς, τα φρύδια ανασηκώνονται.{…}η καρδιά χτυπά γρήγορα και έντονα{….} το δέρμα χλομιάζει όπως στην αρχή μιας λιποθυμίας{…}. Στις περιπτώσεις έντονου φόβου παράγεται και αιφνίδια εφίδρωση. Το αξιοπρόσεκτο με το φαινόμενο της εφίδρωσης συνίσταται στο ότι η ιδρωμένη επιφάνεια ψύχεται εξ ου και ο όρος ‘κρύος ιδρώτας’ {…}, επιπλέον το δέρμα ανατριχιάζει και ρίγη διατρέχουν τους επιφανειακούς μυς. Συγχρόνως επιταχύνεται η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή. Οι σιελογόνοι αδένες λειτουργούν ανώμαλα. Δηλαδή το στόμα ξεραίνεται και συχνά ανοιγοκλείνει. Έχω επίσης προσέξει ότι σε περιπτώσεις μικρότερου φόβου υπάρχει μια τάση χασμουρητού. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι το τρέμουλο που έχουν όλοι οι μυς του σώματος και που συχνά παρουσιάζεται αρχικά στα χείλη. Το τρέμουλο αυτό και το ξερό στόμα αλλοιώνουν τη φωνή που γίνεται βραχνή και ασαφής και μπορεί ακόμα και να εξαφανιστεί τελείως.”

Σε μία κλινική οριζόντια ανάγνωση, ο φόβος δε λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη. Αντιμετωπίζεται απλώς σαν μια απάντηση σε μια απειλή ή εξωτερικό κίνδυνο που αναγνωρίζεται ενσυνείδητα.
«Τι μας προκαλεί φόβο»? αναρωτιέται ο Μartin Heidegger (1919).
Αυτό που δημιουργεί φόβο είναι πάντα κάτι που αντιμετωπίζουμε στον κόσμο και θεωρούμε απειλητικό.
Να τον αναγνωρίσουμε κλινικά, πάντως, σημαίνει να αναγνωρίσουμε τις εσωτερικές του τάσεις.
Το DSM IV-TR, είναι ένα εγχειρίδιο διαγνωστικών κριτηρίων το οποίο επιδέχεται μεγάλης κριτικής αλλά συγχρόνως αποτελεί σημείο αναφοράς για όλους τους χρήστες. Έχει το προνόμιο να αποτελεί ένα κοινό σημείο εκκίνησης για ολόκληρο τον κόσμο των Ψ, από όπου μπορείς να ξεκινήσεις για να πας παραπέρα.


Η σημαντικότητα των διαταραχών άγχους

Πρέπει να επισημάνουμε ως Ραϊχικοί αναλυτές ότι ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται το DSM IV –TR στο άγχος και τον πανικό, συμπιέζει όλο τον ο εσωτερικό χρόνο και δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ άγχους και αγωνίας. Γίνεται κατάχρηση της λέξης πανικός η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και στην κρίση άγχους και, κυρίως, δε λαμβάνεται υπόψη η νεύρωση.
Σύμφωνα με το DSM IV-TR μία κρίση πανικού είναι μία περίοδος φόβου η έντονης ανησυχίας κατά την οποία τέσσερα ή περισσότερα από τα παρακάτω συμπτώματα παρουσιάζονται αιφνιδίως και φτάνουν σε κορύφωση μέσα σε 10 λεπτά:
Παλμοί, καρδιακοί παλμοί ή ταχυκαρδία
Εφίδρωση
Τρόμος απλός ή κλωνικός
Δύσπνοια ή αίσθηση πνιγμού
Αίσθηση ασφυξίας
Πόνοι ή ενόχληση στο στήθος
Ναυτία ή υπογάστριες ενοχλήσεις
Αίσθηση απώλειας ισορροπίας, ζαλάδα ή τάση λιποθυμίας
Αίσθηση απώλειας της πραγματικότητας (αίσθηση ότι αυτά που γίνονται δεν είναι πραγματικά) ή αποπροσωποποίησης (αίσθηση αποκοπής από τον εαυτό)
Φόβος απώλειας του ελέγχου η φόβος ότι «θα τρελαθώ»
Φόβος θανάτου
Παραισθησία (αίσθηση μουδιάσματος η μυρμηγκιάσματος)
Ρίγη ή εξάψεις

Εάν η κρίση πανικού είναι περιοδική, εκδηλώνεται με ή χωρίς αγοραφοβία.

Αγοραφοβία: Αγωνία σχετική με το να βρίσκεσαι σε μέρη ή καταστάσεις από τις οποίες θα ήταν δύσκολο ή ντροπιαστικό να απομακρυνθείς ή στις οποίες δεν υπάρχει διαθέσιμη βοήθεια στην περίπτωση αναπάντεχης κρίσης πανικού. Οι φόβοι αγοραφοβίας αφορούν τυπικά χαρακτηριστικές περιπτώσεις που περιλαμβάνουν το να είσαι εκτός σπιτιού μόνος, το να είσαι εν μέσω πλήθους, ή στην ουρά, να είσαι πάνω σε μια γέφυρα ή να ταξιδεύεις με αυτοκίνητο, τρένο ή πούλμαν. Οι καταστάσεις αποφεύγονται αν ο πάσχων ζητήσει την συντροφιά ενός φίλου.

Ειδική φοβία: Επίμονος φόβος υπερβολικός και παράλογος που προκαλείται από την παρουσία ή την αναμονή ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή μιας ειδικής κατάστασης. Η έκθεση σ ένα φοβικό ερέθισμα δημιουργεί μια αιφνίδια αγωνιώδη αντίδραση (η οποία μπορεί να πάρει τη μορφή κρίσης πανικού κατά περίπτωση). Το άτομο αναγνωρίζει ότι ο φόβος είναι υπερβολικός και παράλογος και ότι παρεισφρέει με σωματικό τρόπο στη λειτουργικότητα της εργασίας, στις άλλες δραστηριότητες και στην κοινωνικότητα.

Οι ειδικές φοβίες κατηγοριοποιούνται σε φοβίες για τα ζώα, αν η φοβία προκαλείται από ζώα, φοβίες για τα φυσικά φαινόμενα αν προκαλούνται από καταιγίδες, ύψη, νερό η , χιόνι, σε φοβίες του τύπου αίμα-μολύνσεις-τραύματα, εάν ο φόβος προκαλείται στη θέα του αίματος, ή επειδή το άτομο πρέπει να κάνει μια ένεση, ή μια οποιαδήποτε ιατρική «εισβολική» διαδικασία και φοβία « καταστάσεων» αν η φοβία προκαλείται από γέφυρες τούνελ, ανελκυστήρες, από την οδήγηση, τις πτήσεις ή τους κλειστούς χώρους.

Κοινωνική φοβία: ένας φόβος που εκδηλώνεται και επιμένει σε κοινωνικές καταστάσεις και συνθήκες που απαιτούν ενεργή συμμετοχή και κατά τις οποίες το άτομο εκτίθεται σε μη οικεία πρόσωπα, ή, στην πιθανή κρίση των άλλων. Το άτομο φοβάται μήπως δράσει κατά τρόπο εξευτελιστικό ή ντροπιαστικό. Αναγνωρίζει, όμως, ότι ο φόβος είναι υπερβολικός και παράλογος και ότι παρεμβαίνει στην εργασιακή και κοινωνική του λειτουργικότητα.

Εξελικτικές επιδημιολογικές στατιστικές

Ας στραφούμε στο «φυλογενετικό» βέλος αρνητικής εντροπίας.
Στο γενικό πληθυσμό, οι κρίσεις πανικού ανέρχονται στο 30-35% αν και μόνο στο 5-7% των περιπτώσεων η συχνότητα και η ένταση της κρίσης φτάνει στα όρια της διαταραχής πανικού. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τουλάχιστον στο 90%, η πρώτη κρίση παρουσιάζεται έξω στο δρόμο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή, σε δημόσιους χώρους. Λιγότερο συχνά στο σχολείο ή στην εργασία. Πολλοί, θέλοντας να βοηθηθούν, ζητούν να τους μεταφέρουν στις πρώτες βοήθειες στο κοντινότερο νοσοκομείο ή επισκέπτονται γιατρό μέσα στο πρώτο εικοσιτετράωρο από την κρίση.
Μόλις λίγο πιο συχνή στις γυναίκες παρά στους άνδρες, η διαταραχή πανικού παρουσιάζει μεγαλύτερο επιπολασμό σε περιπτώσεις αλκοολισμού. Είναι δε, σχεδόν βέβαιο ότι όλες οι περιπτώσεις αλκοολισμού που θεραπεύονται με αντικαταθλιπτικά , είναι αρχικά, κρίσεις πανικού.
Oι κοινωνικές φοβίες επίσης, σε συνδυασμό με αλκοολισμό, εμφανίζουν επιπολασμό σε ένα ποσοστό της τάξεως του 20-30%.
Οι φοβίες είναι οι πιο επικρατούσες διαταραχές στο γενικό πληθυσμό και οι ειδικές φοβίες είναι το πιο συχνό ψυχιατρικό φαινόμενο στις γυναίκες και το δεύτερο πιο συχνό στους άνδρες.
Από πλευράς γενετικής του πληθυσμού, τα σύγχρονα ανθρώπινα όντα, πρέπει να συγκαταλέγουν τους εαυτούς τους στους κυνηγούς της λίθινης εποχής. Η γενετική κατασκευή μας είναι στην ουσία η ίδια με αυτήν των παλαιολιθικών προγόνων μας, 30.000 χρόνια πριν, παρότι το περιβάλλον στο οποίο ζούμε είναι πολύ διαφορετικό απ’ ότι ήταν τότε.
Η καθυστέρηση προσαρμογής του ανθρώπινου γονιδιώματος στις νέες περιβαντολλογικές συνθήκες είναι κατανοητή αν λάβουμε υπόψη ότι οι περιβαντολλογικές αλλαγές είναι πολύ πρόσφατες, έγιναν όλες μετά τη γένεση της γεωργίας, περίπου 10.000 χρόνια πριν ενώ πολλές έγιναν μετά τη βιομηχανική επανάσταση των τελευταίων 200 χρόνων. Οι διαφορές αυτές εξηγούν τον εμφανή παραλογισμό κάποιων φοβικών αντιδράσεων και την κυριαρχία κάποιων φοβιών έναντι άλλων.
Το 1897 ο Stanley Hall έγραφε «σ’ ένα δείγμα 1701 ατόμων, κατάφερα να περιγράψω 6456 διαφορετικούς φόβους […] φαίνεται ότι οι πιο συχνοί είναι οι καταιγίδες, μετά τα ερπετά και αμέσως μετά το σκοτάδι, οι άγνωστοι, ενώ η φωτιά, ο θάνατος τα κατοικίδια ζώα, η αρρώστια, τα άγρια ζώα, το νερό, τα φαντάσματα, τα έντομα, τα ποντίκια, οι κλέφτες, οι θύελλες και η μοναξιά αντιπροσωπεύουν φθίνοντα επίπεδα φόβου».
Οι σύγχρονες επιδημιολογικές έρευνες, επιβεβαιώνουν την κλασσική αυτή θεώρηση. Σ’ ένα δείγμα 8098 ατόμων, ηλικίας από 15 έως 54 ετών, βγήκε ότι 49.5% ,είχε ή του είχε συμβεί τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του ένα επεισόδιο υπερβολικού ή παράλογου φόβου. Ως πιο κοινά φοβικά ερεθίσματα αναφέρονται, τα ζώα {22.5%}, με τα φίδια να έχουν την πρωτοκαθεδρία, το ύψος (20.4%) και το αίμα (13.9%). Εννοείται ότι οι μηχανισμοί που ελέγχουν το φόβο «ρυθμίστηκαν» για να ανταποκρίνονται στους κινδύνους που υπήρχαν συχνά και ήταν θανατηφόροι στο περιβάλλον που έζησε ο άνθρωπος, σημαντικό μέρος της βιολογικής του ιστορίας. Στην πραγματικότητα , παρά το γεγονός ότι τα περιστατικά δαγκωμάτων από φίδια που αποβαίνουν μοιραία όλο και σπανίζουν στο σύγχρονο κόσμο σε σύγκριση με τα μοιραία αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, οι φοβίες για τα φίδια, είναι πολύ πιο διαδεδομένες από τις φοβίες για τα αυτοκίνητα, που στην ουσία δεν υπάρχουν καν.
Άλλες φοβίες, όπως αυτή για τις καταιγίδες, για τις αράχνες, το ύψος, τους κλειστούς χώρους και το αίμα, είναι πολύ διαδεδομένες αντίθετα με τις φοβίες για τα όπλα ή τα εντομοκτόνα. Κατά τον ίδιο, δηλαδή, τρόπο που τα παιδιά φοβούνται το σκοτάδι και τους ξαφνικούς θορύβους, αλλά όχι τις ηλεκτρικές πρίζες και τα απορρυπαντικά. Επίσης, μια εκτενής διαφημιστική καμπάνια είναι δύσκολο να δημιουργήσει φόβο για το τσιγάρο ή μια δίαιτα πλούσια σε λιπαρά. Η πλειοψηφία των ατόμων, από την άλλη πλευρά, φοβάται περισσότερο μια κοινή χειρουργική επέμβαση παρά μια ακτινογραφία αν και ξέρει ότι υπάρχουν κίνδυνοι από την έκθεση στην ιονισμένη ακτινοβολία.
Από τα στοιχεία αυτά, είναι φανερό ότι, οι μηχανισμοί που ελέγχουν το φόβο αγνοούν τις εξελικτικά νέες καταστάσεις. Θα πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψη ότι οι περιβαντολλογικοί κίνδυνοι που θέτουν σε κίνδυνο τη φυσική επιβίωση και οι κίνδυνοι που διακυβεύουν τα συναισθήματα, είναι δύο διαφορετικές απειλές, απόλυτα ξεχωρισμένες σε όρους βιολογικής προσαρμογής.
Πράγματι, η λειτουργία της φοβίας είναι η αποφυγή ή η φυγή από καταστάσεις που απειλούν τη φυσική ακεραιότητα ή την επιβίωση ενώ, η λειτουργία προσαρμογής του φόβου αποχωρισμού είναι η διατήρηση του δεσμού με το πρόσωπο που το άτομο είναι δεμένο και η προστασία αυτών με τους οποίους έχει ήδη δεσμό.
Η διάκριση μεταξύ του φόβου αποχωρισμού και της φοβίας είναι, κλινικά κοινώς αποδεκτή και θεραπεύονται φαρμακευτικά με διαφορετικά σκευάσματα. Ο Donald Klein (1960) στις αρχές της δεκαετίας του 60, έδειξε ότι η imipramine (tofranil), αποτελεί μια αποτελεσματική αγωγή για την αγοραφοβία και τις κρίσεις πανικού ενώ οι βενζοδιαζεπίνες ήταν ικανές να περιορίσουν το φόβο που εκδηλωνόταν προς φοβικά αντικείμενα.
«Πόσο αληθινή είναι η διάκριση αυτή ακόμη και από την πλευρά της Ραϊχικής ανάλυσης!»
Μας οδηγεί κατευθείαν στο φόβο Ευνουχισμού, που γίνεται αντιληπτός σαν ζωτική απειλή για τον εαυτό και, στο φόβο Αποχωρισμού, που γίνεται αντιληπτός ως δυνατότητα απώλειας του αντικειμένου. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, μπορούμε να προχωρήσουμε στο σχήμα 1, ξεκινώντας από το οντογενετικό βέλος του χρόνου αρνητικής εντροπίας,

agxospanikos_1


Α) Ερμηνεία της αριστερής πλευράς του Δένδρου των Φόβων

Ο χαρακτήρας είναι ένα σύνολο ιχνών και άλλων όψεων μια ιδιαίτερη και μοναδική σύνθεση στη διαφορετικότητα και το περιεχόμενό του. Στη Ραϊχική ανάλυση οι πρωτοτυπικοί αστερισμοί των ιχνών εκτείνονται μέχρι την ενδομήτρια φάση, διότι, μια προοπτική σε όρους βέλους του χρόνου αρνητικής εντροπίας, δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της όλης ύπαρξης του ανθρώπου από τη σύλληψη και μετά.
Τα εξελικτικά στάδια, όπως αναγνωρίστηκαν από τον Freud (1899)διευρύνθηκαν λαμβάνοντας υπόψη την προγεννετική ενδομήτρια ζωή. Έτσι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα ακόλουθα στάδια: το αυτογενές στάδιο, που βρίσκεται μεταξύ γονιμοποίησης και εμφύτευσης , το τροφοομφαλικό στάδιο που αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ σύλληψης και γέννησης, το στοματοχειλικό στάδιο, μεταξύ γέννησης και αποθηλασμού, το μυϊκό στάδιο , που φτάνει μέχρι την οιδιπόδεια περίοδο, το πρώτο γεννητικό-οπτικό στάδιο(GO1), από την οιδιπόδεια περίοδο ως την εφηβεία, και το δεύτερο οπτικό-γεννητικό στάδιο (GO2), από την εφηβεία ως την ωριμότητα.

Διακρίνουμε έξι βασικά χαρακτηρολογικά ίχνη (ενδομήτριο, στοματικό, ψυχαναγκαστικό, φαλλικό, υστερικό και γενετήσιο) και πολυάριθμα «υποστάδια» παρεκκλίσεων, ανάλογα με τα ίχνη που εγγράφηκαν κατά την εξελικτική πορεία του ατόμου, ανάλογα με τον τρόπο που το άτομο πέρασε από το ένα στάδιο στο άλλο, ανάλογα με τη σχέση του με το αντικείμενο και « τον άλλο μη εαυτό» και σύμφωνα με τα προηγούμενα εντυπωμένα ίχνη.

Τα ίχνη και τα σημάδια εντοπίζονται σε μια προνομιούχο θέση στο σώμα και τα ραϊχικά σωματικά επίπεδα είναι αυτά που τα υφίστανται. Αντιπροσωπεύουν τους πρώτους υποδοχείς της σχέσης με το αντικείμενο. Αντιπροσωπεύουν περιοχές όπου οι συγκινήσεις που βιώθηκαν εκεί και τότε και που είναι περιφερειακές διεπαφές με τα εξελικτικά στάδια, πέρασαν μέσω του σώματος και επανέρχονται διαχρονικά με κυριαρχικό και ακριβή τρόπο. Σε μια περίπλοκη ανάγνωση, αυτά τα ίχνη εμφανίζονται και μας διηγούνται την ιστορία μας, όπως καταγράφηκε στο σώμα μας και εμφανίζονται, όχι μόνο σαν ψυχικές εκφράσεις των φαινομένων αλλά και σαν ένδειξη του πως βιώνονται σωματικά.

Ο Wilhem Reich (1933) διακρίνει επτά σωματικά επίπεδα και εκεί προσδιορίζει το σύνολο αυτών των οργάνων και των μυϊκών ομάδων, που είναι σε λειτουργική επαφή μεταξύ τους και τα οποία είναι αμοιβαίως ικανά να δημιουργήσουν ένα εκφραστικό – συγκινησιακό τρόπο. Ξεχωρίζει έτσι στοιχειωδώς το πρώτο επίπεδο, το οπτικό, που περιλαμβάνει μέτωπο, μάτια με δακρυγόνους αδένες, τα ζυγωματικά, τη μύτη και τα αυτιά. Το δεύτερο επίπεδο, το στοματικό, που περιλαμβάνει τα χείλη το πηγούνι, το άνω τμήμα του αυχένα, το ινιακό. Το τρίτο επίπεδο, που περιλαμβάνει το λαιμό, τους μύες του λαιμού, τους στερνοκλειδομαστοειδείς. Το τέταρτο επίπεδο, το θωρακικό, που περιλαμβάνει τους πλευρικούς μυς, το μείζονα θωρακικό, τα μπράτσα και τα χέρια. Το πέμπτο επίπεδο, το διαφραγματικό, που περιλαμβάνει το διάφραγμα, το υπογάστριο, το κάτω στέρνο, το στομάχι, το ηλιακό πλέγμα, το πάγκρεας και το συκώτι. Το έκτο επίπεδο, της κοιλιάς, στο οποίο βρίσκεται το πρώτο στόμα, (ομφάλιος περιοχή) δηλαδή η περιοχή που αντιστοιχεί στη δεύτερη από τις φάσεις της ενδομήτριας ζωής και το έβδομο επίπεδο, της λεκάνης, που περιέχει τη λεκάνη και τα πόδια.
Σήμερα, για να τακτοποιήσουμε τα πράγματα που συμβαίνουν, που επικρατούν και κυριαρχούν στην εξελικτική ιστορία του ατόμου στο βέλος του χρόνου αρνητικής εντροπίας, προτείνουμε μία συνάρτηση που αρχίζει από το έκτο επίπεδο και πάει στο δεύτερο, το τέταρτο, το τρίτο, το πέμπτο και το έβδομο και μετά στο πρώτο. Συνεπώς το «σωματικό επίπεδο» μέσω της σχετικής λειτουργικής του υπεροχής, είναι ακριβές και αφορά στην κυρίαρχη εξελικτική φάση της ιστορίας του ατόμου.

Εισάγοντας το βέλος του χρόνου αρνητικής εντροπίας, την ιστορία και τη θεώρηση του σωματικού επιπέδου ως περιφερειακή έκφραση του σταδίου, μπορούμε να καθορίσουμε μια καθαρή συσχέτιση μεταξύ εξελικτικού σταδίου, σχέσης με το αντικείμενο, σωματικού επιπέδου, χαρακτήρα και πιθανής ψυχοπαθολογικής διαταραχής.

Στο δικό μας κώδικα, τα συμπτώματα, τα σύνδρομα και οι καταστάσεις κρίσεων έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους και σε αναλυτικό χρόνο, εκφράζουν μια στιγμή της ιστορίας του ατόμου, αλλά συγχρόνως, αποτελούν μια έκφραση της χαρακτηρολογικής δομής που αδυνατεί να υποστηρίξει το άτομο ενεργειακά ,στο εδώ και τώρα. Είναι κάτι που μας κάνει να σκεφτούμε μια άλλη ιδέα του W.Reich (1933) «η διαφορά ανάμεσα στις νευρώσεις του χαρακτήρα και στις συμπτωματικές νευρώσεις βρίσκεται στο γεγονός ότι στις τελευταίες, ο νευρωτικός χαρακτήρας παράγει και συμπτώματα».

Ερμηνεία της δεξιάς πλευράς του Δένδρου των Φόβων

Στη Ραϊχική ανάλυση και σε συνάρτηση με ό τι έχει βεβαιωθεί ως τώρα, το φοβικό ίχνος έχει ενδομήτρια επιρροή και σε συνδυασμό με μεταγενέστερα στοιχεία, των επόμενων εξελικτικών σταδίων, προετοιμάζεται το έδαφος ώστε να υπάρχει « προ των πυλών» ένα σύνδρομο, μια συμπτωματολογία.
Έτσι η διέγερση στο παράθυρο GO2 είναι ένα είδος ετοιμότητας, που δεν είναι ακόμη παθολογική ωστόσο είναι μια αντίδραση επαγρύπνησης, η οποία, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει αρνητική εντροπία.
Η αγωνία στο GO1 είναι κινητικό φαινόμενο που είναι ποσοτικό, οριζόντιο, από ένα πεδίο ταραγμένης ενέργειας, η οποία είναι σημαντικά κοντά στην επιφάνεια. Αυτό εκφράζει τη σπουδαιότητα της κινητικής συμπεριφοράς σε σχέση με τη σπλαχνική λειτουργικότητα του ατόμου.
Οι φοβίες για τα ζώα και τα αντικείμενα βρίσκονται μεταξύ του παραθύρου GO1 και του ανώτερου μυϊκού σταδίου, ενώ, οι κοινωνικές φοβίες εκφράζονται με το παράθυρο του κατώτερου μυϊκού σταδίου στο οποίο, το πέρασμα σε όρους σχέσεων, από το στάδιο 2 στα στάδια 3,4 και 5, υπήρξε ιστορικά δύσκολο. Οι φοβίες καταστάσεων είναι η αγοραφοβία 1ου και 2ου, μικρότερης ή μεγαλύτερης βαρύτητας, αν συμβαίνουν στα «διαστήματα» μετά τον τοκετό ή μετά τον αποθηλασμό και η κλειστοφοβία (φόβος εγκλωβισμού, ή, φόβος εγκλεισμού και περικύκλωσης) η οποία προηγείται βεβαίως, στο βέλος του χρόνου, των αγοραφοβιών και της οποίας το φράκταλ μας πάει πίσω στην ενδομήτρια περίοδο. Το άγχος τοποθετείται σαφώς προ της μυϊκής περιόδου και είναι μια κίνηση αυξομειούμενης ενέργειας που εμποδίζεται από την αντίσταση και η οποία παραμένει σε συστολή με κεντρομόλο κατεύθυνση. Με το άγχος συνδέεται η σπλαχνικότητα, η ζώνη του πρώτου αποχωρισμού, της τροφο-ομφαλικής φάσης, του οιδιπόδειου και των βαθέων μεταβιβάσεων.
Ο πανικός που μπορεί να θεωρηθεί είτε πρωτογενής είτε δευτερογενής αντιδραστικός, οφείλεται πάντως, σε άγχος αποχωρισμού ή και ευνουχισμού, και συνδέεται με τη βαθιά ενδομήτρια ζωή, στην οποία υπάρχει μια ερπετοειδής κυριαρχία αν και μόνο για σύντομες περιόδους και σε συνδυασμό με τα πιο σοβαρά συμπτώματα.

Η Ραϊχική Αναλυτική Θεραπευτική Αντιμετώπιση

Όλοι εμείς, έχουμε τρία πρότυπα ανταπόκρισης για την αντιμετώπιση του φόβου. Το ένα είναι να πετρώσουμε, να παραλύσουμε. Το άλλο είναι η αποφυγή, η φυγή και το τρίτο η επίθεση. Το λήμμα κουράγιο μπορεί να σημαίνει δυνατός, εύρωστος, το να είσαι πλήρης, το να κινείσαι με δύναμη και σθένος, αλλά υπάρχει επίσης ετοιμολογία με ρίζα τη γνώση και την κατανόηση, «το να στρέφεις αμέριστη την προσοχή σου, να παρατηρείς καλά».
Υπάρχει επίσης μια ετοιμολογία ακόμη, που σημαίνει να τολμάς, να πηγαίνεις προς τα εμπρός, και τέλος ένα λήμμα που έχει ρίζα στην καρδιά. Υπάρχει τόσο υλικό για μια θεραπευτική πρόταση!

Έχουμε 5 εργαλεία για ν’ αντιμετωπίσουμε το φόβο.

Το πρώτο είναι η θέση κουράγιου για την επίθεση, η οποία μας επιτρέπει όταν αντιμετωπίζουμε το φόβο να αυξήσουμε τα επίπεδα ενέργειας και να τροποποιήσουμε τη θέση μας απέναντι στο αντικείμενο φόβος ή, στα αντικείμενα που προκαλούν το φόβο. Αυτό το πετυχαίνουμε ενεργοποιώντας τα σωματικά επίπεδα που είναι σε θέση να τον αντιμετωπίσουν, δηλαδή τα μάτια, το λαιμό και το θώρακα.

Το δεύτερο είναι να κάνουμε Ανάλυση του Χαρακτήρα. Ο αναλυτής αφυπνίζει το ενδιαφέρον του ασθενή και το κατευθύνει προς τα στοιχεία του χαρακτήρα του, ώστε να είναι σε θέση να βρει τις αφετηρίες και να αναλύσει τη σημασία τους και δείχνει στον ασθενή τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο χαρακτήρα του και τα συμπτώματα. Πρακτικά, αυτός ο τρόπος προσέγγισης στη αρχή, δε διαφέρει από την ανάλυση των συμπτωμάτων.
Αυτό που προσθέτει η Ανάλυση του Χαρακτήρα είναι η απομόνωση των στοιχείων του χαρακτήρα, μέσω συνεχών αντιθέσεων και συγκρίσεων του ασθενή με το ίδιο το στοιχείο, μέχρι να αρχίσει να το βλέπει αντικειμενικά και να μπορεί να το μετατρέψει σε ένα εγώ-δυστονικό σύμπτωμα που επιθυμεί να αποβάλει.

Για παράδειγμα, όταν έχουμε ένα άτομο με ένα βαθμό φόβου, που μπορούμε να αποκαλέσουμε φοβικό ίχνος ή φοβικό πυρήνα, τότε μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα διάγραμμα στο οποίο το «α» (σχήμα 2) αντιπροσωπεύει τη σφαιρική προσωπικότητα και το «β», το φοβικό πυρήνα, φυσιολογικά παρόντα σ’ ένα ποσοστό 5-10% της προσωπικότητάς του. Εάν συμβεί ένα σημαντικό γεγονός στη ζωή, ένα ιδιαίτερο stress στη σχέση του με το αντικείμενο, αυτό το ίχνος μεγαλώνει και γίνεται κυρίαρχο (σχήμα 3). Εάν παραμείνει για σημαντικό χρονικό διάστημα, τα πάντα θα επηρεαστούν από το ύφος του και θα καθορίσει τον τρόπο συμπεριφοράς του ατόμου. Στην πραγματικότητα αυτός ο μικρός πυρήνας έγινε «στοιχείο προσωπικότητας». Έχει καταλάβει μια ολόκληρη σειρά ποσοτικών θέσεων μέσα στην προσωπικότητα και έχει γίνει ένα κυρίαρχο χαρακτηρολογικό γνώρισμα με ύφος «φοβικής αποφυγής».
Τι είναι ένας φοβικός πυρήνας? Από πλευράς συστήματος αρνητικής εντροπίας, είναι μια εντροπική μαύρη τρύπα, η οποία απαιτεί και απορροφά, η οποία έλκει υψηλότερα στρωματοποιημένα επίπεδα δημιουργώντας φαγοκύτταρα σε μια πανίσχυρη αντίδραση, στην οποία ο εσωτερικός χρόνος σταματά κατά τον ίδιο τρόπο που σταματά και η ζωτική κίνηση.

Το τρίτο θεραπευτικό εργαλείο είναι η Χαρακτηροαναλυτική Νευροφυτοθεραπεία και ιδιαίτερα, οι θετικές υποστηρικτικές συναισθηματικές ασκήσεις (actings). Η Χαρακτηροαναλυτική Νευροφυτοθεραπεία είναι μια σωματική μεθοδολογία που ξεκίνησε από τον W.Reich.και συστηματοποιήθηκε σε βάθος από τον Ola Raknes και τον Federico Navarro(1974). Προξενεί νευροφυτικά φαινόμενα και συγκινήσεις που αποτελούν καθαρά εκφραστικά μηνύματα της γλώσσας του σώματος και που είναι απολύτως απαραίτητα για μια ανάγνωση της προσωπικότητας.

agxospanikos_2


Η επόμενη φάση της μεθοδολογίας είναι η λεκτικοποίηση των αισθήσεων, των συγκινήσεων και οι ελεύθεροι συνειρμοί που αναδύονται. Η γλώσσα του σώματος είναι το πιο σημαντικό μέσο στο οποίο αναφέρεται η Ραϊχική ανάλυση αλλά, είναι φανερό ότι αυτό συνοδεύεται από όλες τις άλλες πληροφορίες του «πώς» εκφράζεται ο ασθενής στη συνεδρία: από τα όνειρα, τα κενά του λόγου, από τις μεταφορές ως τα σύμβολα, από τα φαντάσματα της ζωής ως τις ελεύθερες φαντασίες.
Η λειτουργία της Χαρακτηροαναλυτικής Νευροφυτοθεραπείας είναι η ενεργειακή και ψυχική διερεύνηση του σώματος, μέσω μιας σειράς ασκήσεων, που καλούνται actings ,οι οποίες αφορούν τα 7 επίπεδα.

Οι ασκήσεις αυτές είναι προοδευτικές και εξειδικευμένες και αφορούν την εμπειρία της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης και τη συναισθηματική ωρίμανση του ασθενή, με το να προτείνουν εκ νέου οντογεννετικές κινήσεις των εξελικτικών φάσεων.
Εξειδικεύοντας το θέμα, είναι άλλο να σκεφτείς να πεις «όχι» στα αντικείμενα του φόβου και άλλο να το εκφράσεις λεκτικά. Άλλο να σκεφτείς να δείξεις τα δόντια στα αντικείμενα του φόβου και άλλο να δείξεις, να τα αποκαλύψεις πραγματικά.
«Είναι το Αcting που δείχνει τη Στάση με την οποία σχετίζομαι με το Αντικείμενο, μου δίνει ένα νέο χαραγμένο σήμα και αυξάνει τους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να σχετίζομαι, επί πλέον δε, αλλάζει την ενεργειακή μου κατάσταση».
Η Νευροφυτοθεραπεία μας φέρνει σ’ επαφή με απίστευτες πηγές διότι αποτελεί ένα πέρασμα στην πράξη και επιτρέπει μια ενέργεια (μιλάω προφανώς για Νευροφυτοθεραπεία σταδίου), η οποία στοχεύει σ’ ένα ιδιαίτερο κλάδο του δένδρου του φόβου και τον τύπο του φόβου, είτε ευνουχισμού, είτε αποχωρισμού.

Όλο αυτό το σχέδιο εισάγεται στο εσωτερικό μιας χαρακτηροανάλυσης της σχέσης, το τέταρτο εργαλείο. Η Χαρακτηροανάλυση της σχέσης προσδιορίζει το Περιεχόμενο της Σχέσης και προσδίδει μια τακτοποίηση τελείως ιδιαίτερη της αναλυτικοθεραπευτικής σχέσης, θεωρώντας την αρχιτεκτονική της σχέσης ως προνομιούχο συσχετισμό. Μια αρχιτεκτονική που «περιέχει» οποιαδήποτε θεραπευτική πράξη, από την ακρόαση ως τη μεταβιβαστική επεξεργασία ενός ίχνους, από την παρουσίαση ενός ονείρου, μιας κίνησης, μιας ελεύθερης φαντασίας ως την πρόταση ενός acting της Χαρακτηροαναλυτικής Φυτοθεραπείας, αλλά και ως την απλή συνταγογράφηση ενός φαρμάκου. Καθορίζουμε το «περιεχόμενο της σχέσης» ως την κατάλληλη «στάση» και τον κατάλληλο «τρόπο» του θεραπευτή-αναλυτή, απαραίτητα στοιχεία για τη σταθεροποίηση μιας σωματικής αντιμεταβίβασης, η οποία είναι λειτουργική για τη διαταραχή και, ή τη συγκεκριμένη δομή των σωματικών ιχνών του ατόμου που αναλύουμε. (Εκτός από τη λεκτική γλώσσα και τη γλώσσα του σώματος, υπάρχει και μία μετα-γλώσσα: η γλώσσα των ιχνών). Για να τοποθετηθούμε στην αντιμεταβιβαστική στάση του χαρακτήρα των ιχνών και του αντίστοιχου σωματικού επιπέδου, το οποίο είναι χρήσιμο για το φόβο, σ΄αυτόν τον κλάδο για το φόβο ευνουχισμού, σ΄εκείνο τον κλάδο για το φόβο αποχωρισμού, πρέπει να φέρει το θώρακα, το λαιμό, τα μάτια και όλη την πανοπλία που ο αναλυτής διαθέτει απέναντι στο φόβο, στην αναλυτικο-θεραπευτική σχέση και να τα αντιμεταβιβάσει στο θεραπευόμενο και στην ίδια τη σχέση.
Πέμπτο εργαλείο, τα ψυχοφάρμακα, τα κατάλληλα στη διάσταση του φόβου αποχωρισμού ή ευνουχισμού, γιατί χρησιμοποιούνται τα αντικαταθλιπτικά στην πρώτη περίπτωση και τα αγχολυτικά στη δεύτερη. Υπάρχουν περιοχές που δεν έχουμε την ικανότητα να προσεγγίσουμε από μια αναλυτική θέση, παρά, ας υποθέσουμε τη θέση κουράγιου για την επίθεση, κάνοντας χρήση της Χαρακτηροαναλυτικής –Νευροφυτοθεραπείας και διορθώνοντας την αντιμεταβιβαστική στάση.

Έτσι για να διατηρήσουμε ένα «ανοιχτό σχέδιο» και να περιορίσουμε τον κλινικό πόνο, αναλαμβάνουμε, επίσης, την ευθύνη της χρήσης ψυχοφαρμάκων που έχουν την ικανότητα να κάνουν να σιωπήσουν εκείνες οι πολύ θορυβώδεις περιοχές του ερπετοειδούς εγκεφάλου και οι οποίες εμποδίζουν την κυριαρχία ενός Εγώ, πιο ενήλικου και ικανού να μας προσανατολίσει προς την ελευθερία.
Γνωρίζουμε ότι αυτά μπορούν να ανεβάσουν μηχανικά ένα άτομο, χωρίς συναισθηματικές διαδρομές και χωρίς να αντιμετωπίσει εγωτικές παρουσίες στα επίπεδα του θώρακα, του λαιμού και των ματιών. Αλλά, κι΄ αυτός ακόμη, είναι ένας τρόπος να μετακινήσουμε ένα άτομο προς ένα ίχνος του χαρακτήρα του που πόρρω απέχει από το φοβικό ίχνος και να το οδηγήσουμε σε πιο εξελιγμένα στάδια και ανώτερα σωματικά επίπεδα. Τα ψυχοφάρμακα εν τέλει αποτελούν συμμάχους σ’ ένα λειτουργικό θεραπευτικό σχέδιο που βλέπει την ενεργό συμμετοχή του ατόμου στο σχέδιο και την κεντρική βάση της θεραπευτικής σχέσης σαν άνοιγμα σε οποιαδήποτε πράξη θα επηρεάσει θετικά τη θεραπεία.