Έρευνα 101 για Σωματικούς Ψυχοθεραπευτές
Καλλιεργώντας τον Ερευνητικό Νου
Christine Caldwell & Rae Johnson
Περίληψη
Στη Σωματική Ψυχοθεραπεία, η κλινική και ερευνητική πρακτική παρουσιάζουν παραλληλίες, δημιουργώντας πλούσιες δυνατότητες και αμοιβαία τροφοδότηση. Στο παρόν άρθρο, οι συγγραφείς παρουσιάζουν και αναλύουν αυτούς τους κοινούς τόπους και εξετάζουν τον τρόπο που μπορούν να επωφεληθούν με στόχο να προάγουν περαιτέρω αναδυόμενα ερευνητικά ενδιαφέροντα στον τομέα της Σωματικής Ψυχοθεραπείας.
Λέξεις-κλειδιά: σωματική ψυχολογία, σωματική ψυχοθεραπεία, έρευνα, ενσωμάτιση, κλινική έρευνα, ψυχολογική έρευνα
International Body Psychotherapy Journal The Art and Science of Somatic Praxis
Volume 14, Number 2 fall 2015 pp 47-54. ISSN 2169-4745 Printing, ISSN 2168-1279 Online © Author and USABP/EABP. Reprints and permissions secretariat@eabp.org
Παραδοσιακά, οι σωματικοί ψυχοθεραπευτές έχουν εστιάσει το ενδιαφέρον τους στη διαμόρφωση της θεωρίας ενώ αυτή ενημερώνει -και ενημερώνεται από- την κλινική πρακτική: δραστηριότητα συνηθισμένη στούς ψυχολογικούς επιστημονικούς κλάδους όταν βρίσκονται στην φάση της διαμόρφωσής τους. Σε αυτή την φάση της ανάπτυξής της η Σωματική Ψυχοθεραπεία έτεινε να οργανώνεται, για την ανάπτυξη της θεωρίας, μέσω των ψυχοθεραπευτικών Οργανώσεων. Οι φοιτητές της Σωματικής Ψυχοθεραπείας μελετούν τη θεωρία και την πρακτική υπό την εποπτεία ενός πιστοποιημένου καθηγητή, ο οποίος είθισται να είναι καινοτόμος στον τομέα του. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κλάδος της Σωματικής Ψυχοθεραπείας συχνά «δανείζεται» ερευνητικές μεθόδους από άλλους κλάδους ώστε να κατανοήσει και να αναπτύξει τη δική του ταυτότητα (Caldwell & Johnson, 2012, Heller,2012) .
Καθώς ο κλάδος της Σωματικής Ψυχολογίας ωριμάζει σταδιακά, έχει υποστηρίξει την ανάπτυξη ακαδημαϊκών προγραμμάτων πανεπιστημιακού τύπου και τη σύσταση θεσμών με σκοπό την κατασκευή διεπιστημονικών μοντέλων και τη άρθρωση κριτικού λόγου. Η δραστηριότητα των προγραμμάτων αυτών, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο στη δόμηση μιας θεωρητικής βάσης μέσω της εμπειρικής μελέτης και ως εκ τούτου να δώσουν σάρκα και οστά στα ερευνητικά ενδιαφέροντα του πεδίου της Σωματικής Ψυχοθεραπείας, αναδεικνύοντας τη μοναδική οπτική του, προσφέροντας σε όλους τους φοιτητές τη δυνατότητα πρόσβασης και μελέτης των εργαλείων της μεθόδου. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να συγκεκριμενοποιήσει τους τρόπους με τους οποίους η κλινική πρακτική και η έρευνα μοιράζονται κοινές αξίες και μεθόδους. Αξιοποιώντας τη μεταξύ τους επικάλυψη, είναι πιθανόν να αυξηθεί η συλλογική μας ικανότητα ως κλινικοί-ερευνητές να ανταποκριθούμε στα κρίσιμα ερευνητικά ερωτήματα και δυνητικά να ασκήσουμε επιρροή στην ευρύτερη κουλτούρα ώστε να στραφεί σε ενσώματες ερευνητικές μεθοδολογίες.
Παρότι η επιστημονική οπτική των φαινομένων είναι μονάχα ένας από τους τρόπους αντίληψης και κατανόησής τους, δεν παύει να προσφέρει σημαντικές αξίες που μπορούν να συμβάλλουν στην ωρίμανση κλάδων όπως η Σωματική Ψυχολογία. Η επιστήμη προτάσσει τη συστηματική έρευνα ως ένα μεθοδικό τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων. Πιστεύει στην αυτο-εξέταση ως ένα τρόπο να προβαίνει στη διόρθωση των άρρητων προκαταλήψεων. Δίνει έμφαση στη συνεχή αυτοβελτίωση, επαναλαμβάνοντας τις έρευνες και εκθέτοντάς τις στη γόνιμη κριτική των συναδέλφων. Κυρίως όμως, ενδιαφέρεται να κατανοήσει τον ατομικό και συλλογικό κόσμο και δεν καθοδηγείται από σκοπιμότητες ή ανεπιβεβαίωτες απόψεις ενός συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας. (Jackson, 2008). Μελετώντας τον κλάδο ως ολότητα, η έρευνα στη Σωματική Ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην δημιουργία μιας ολιστικής παιδαγωγικής που υποστηρίζει και εκσυγχρονίζει τη θεωρητική και κλινική εργασία των πρωτεργατών της και αντιμετωπίζει τα επείγοντα κοινωνικά και ψυχικά προβλήματα υγείας του 21ου αιώνα.
Οι επαγγελματικοί σύλλογοι του πεδίου της Σωματικής Ψυχολογίας στελεχώνονται κυρίως από κλινικούς επαγγελματίες, πολλοί από τους οποίους αισθάνονται αποστασιοποιημένοι από την ερευνητική θεματολογία και δραστηριότητα στη Σωματική Ψυχολογία (συνάντηση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, Αμερικανική Εταιρεία Σωματικής Ψυχοθεραπείας, (USABP), Συνέδριο Φιλαδέλφια, 2008, Επιστημονικό Συμπόσιο, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Σωματικής Ψυχοθεραπείας (ΕΑΒΡ) Συνέδριο, 2012). Πολλά μέλη των Συλλόγων δεν έχουν συμμετάσχει σε καμία ερευνητική δραστηριότητά μετά τη λήψη του πτυχίου τους, ενώ κάποια εκπαιδευτικά προγράμματα δεν περιλαμβάνουν την δυνατότητα να είναι ο συμμετέχων κύριος ερευνητής σε μία πρωτότυπη έρευνα ή να συμμετέχει σε οποιαδήποτε ερευνητική διαδικασία. Με δεδομένο ότι η διεξαγωγή μιας έρευνας είναι πολύπλοκη, η ερμηνεία των αποτελεσμάτων δύσκολη και ότι συχνά η όλη διαδικασία βιώνεται ως μη προσβάσιμη, πολλοί κλινικοί επαγγελματίες δικαίως αισθάνονται ότι δεν έχουν τα τυπικά προσόντα για να στραφούν στην ερευνητική δραστηριότητα και επεξεργασία των ευρημάτων με ένα συστηματικό τρόπο. Επιπλέον, λόγω του ότι η έρευνα συχνά υπαγορεύει τη θεωρία και την πρακτική στην Ψυχοθεραπεία και ταυτόχρονα θέτει κάποιες πολιτικές κατευθύνσεις, οι κλινικοί επαγγελματίες πιθανόν θεωρούν ότι οι ψυχολογικές έρευνες είναι ανεπαρκείς ως προς την «πρακτική» δουλειά με ανθρώπους με πραγματικά προβλήματα. Ιστορικά, η αποσύνδεση μεταξύ της ευρείας ακαδημαϊκής ερευνητικής πρακτικής και της κλινικής πρακτικής στη Σωματική Ψυχοθεραπεία είναι ως ένα βαθμό κατανοητή. Ως εκπαιδευτές, ερευνητές και κλινικοί επαγγελματίες, οι γράφοντες, βλέπουμε την κοινή προοπτική μεταξύ έρευνας και κλινικής πρακτικής, η οποία μας κινητοποιεί να αποσαφηνίσουμε το κοινό τους έδαφος και τη στάση που μπορεί να υιοθετηθεί και στα δυο πεδία. Όπως ορθώς γράφει ο Jackson “Αυτό που ανάγει κάτι σε επιστήμη δεν είναι το καθαυτό θέμα μελέτης αλλά ο τρόπος μελέτης του.” (2008, σελ. 4).
Για παράδειγμα, οι γράφοντες πιστεύουν ότι υπάρχουν τρόποι προσέγγισης τόσο της κλινικής όσο και της ερευνητικής πρακτικής που είναι ιδιαίτερα συμβατοί. Στην πραγματικότητα εκφύονται από την ίδια ρίζα. Ως ακαδημαϊκοί, τείνουμε να χρησιμοποιούμε όρους όπως “κριτική σκέψη” και “ερευνητική στάση” για να περιγράψουμε την ομοιότητά τους, ωστόσο αυτά τα προσόντα μπορούν να αναπτυχθούν δουλεύοντας σκληρά για να γίνει κανείς καλός κλινικός επαγγελματίας. Τα προσόντα αυτά αφορούν την υιοθέτηση, ως θεραπευτές, μιας στάσης περιέργειας και ταπεινοφροσύνης. Η στάση και οι αξίες ενός καλού κλινικού επαγγελματία ουσιαστικά είναι αντίστοιχες με αυτές ενός καλού ερευνητή.
Η άποψη αυτή ισχύει ιδιαίτερα στο σημερινό ερευνητικό κλίμα , όπου ο κονστρουκτιβισμός γίνεται εξίσου αποδεκτός με το θετικισμό.(Charmaz,2000;Denzin &Lincoln,2011) Ο θετικισμός αφορά στην πεποίθηση ότι ο κόσμος διέπεται από σταθερούς και προσιτούς κανόνες που μπορούν να γίνουν γνωστοί μέσω της εμπειρίας και έχει επηρεάσει ως ρεύμα μεγάλο μέρος της ερευνητικής δραστηριότητας τους τελευταίους αιώνες. Από την άλλη, ο κονστρουκτιβισμός διατείνεται ότι το άτομο οικοδομεί ή κατασκευάζει τον κόσμο μέσω της υποκειμενικής του εμπειρίας, η οποία είναι αντικείμενο επιρροής του πολιτισμού και άλλων κοινωνικών δυνάμεων. Ο θετικισμός τείνει να ψάχνει την “απόλυτη αλήθεια” ενώ ο κονστρουκτιβισμός ενδιαφέρεται για τη βιωμένη εμπειρία του ατόμου, τη δική του αλήθεια. Και οι δυο οπτικές μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες όμως -επειδή ο Σωματικός Ψυχοθεραπευτής στοχεύει στην ενδυνάμωση της σχέσης του ατόμου με το σώμα του, ως ισχυρή πηγή εσωτερικής γνώσης- οι κλινικοί επαγγελματίες μπορούν να μάθουν πολλά από την κονστρουκτιβιστική προσέγγιση.
Ένας καλός “κονστρουκτιβιστής” κλινικός κάνει ερωτήσεις που προκύπτουν από αυθεντική περιέργεια του τύπου “Πως είναι αυτό για σένα;” και αποφεύγει κατευθυντικές ερωτήσεις του τύπου “Ας κατευθύνουμε τον πελάτη προς ένα συγκεκριμένο θέμα γιατί γνωρίζουμε ποιό είναι το καλό του“. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό όταν εξετάζουμε τη σωματική εμπειρία του ατόμου, που χαρακτηρίζεται από εγγενή πολυπλοκότητα, λεπτές εκφάνσεις και εκφράζεται μέσα από ένα ευρύ φάσμα. Ένας καλός ψυχοθεραπευτής, ανεξάρτητα από το πόσο ευρεία οπτική διαθέτει και πόσο ενσυναισθητικά συνδέεται με το άλλο άτομο, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί επακριβώς το σωματικό βίωμα του αναλυόμενου και δεν έχει το δικαίωμα να υπαγορεύει τις σωματικές αισθήσεις του ή το πως αυτές ερμηνεύονται.
Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με ένα υποκείμενο, ιδιαίτερα σε μια ποιοτική έρευνα. Η ποιοτική μέθοδος στοχεύει στον εντοπισμό των “ποιοτήτων” της υποκειμενικής εμπειρίας παρά στην “ποσοτικοποίησή” της η οποία την περιορίζει σε αριθμητικές ποσότητες (Denzin & Lincoln, 2011). Για παράδειγμα, στην ποιοτική έρευνα οι ερευνητές δεν θέλουν να κάνουν κατευθυντικές ή φορτισμένες ερωτήσεις ούτε θέλουν να υποβάλουν κάποια υπόθεση. Όπως οι σωστοί κλινικοί επαγγελματίες, έτσι και οι καλοί ποιοτικοί ερευνητές, θέλουν να οδηγήσουν τους συμμετέχοντες στο σημείο που οι ίδιοι επιλέγουν να βρίσκονται αλλά στο οποίο πιθανόν να μην μπορούν να οδηγηθούν μόνοι τους. Αυτός ο διαμεσολαβητικός ρόλος είναι σχεδόν πανομοιότυπος με τη συνθήκη της θεραπείας, όπου ο στόχος του θεραπευτή είναι να διευκολύνει την αναζήτηση και την αποσαφήνιση μιας εμπειρίας που έχει νόημα για τον αναλυόμενο, παρά να επιβάλλει μια προκατασκευασμένη ανάλυση.
Αυτό το σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να περιγραφεί ως ένας ανοιχτός τρόπος σκέψης, διάθεση εξερεύνησης και μη προσκόλληση στο αποτέλεσμα. Ένα σημαντικό εμπόδιο στην εγκυρότητα μιας έρευνας σχετίζεται με την προσκόληση του ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αντί να θέλει να μάθει κάτι. Η ίδια δυσκολία εμφανίζεται και στη θεραπεία. Οι καθιερωμένες τεχνικές στην ψυχοθεραπεία και τη διεξαγωγή έρευνας προσφέρουν το πλαίσιο ώστε να αποφευχθούν αντίστοιχα παράγοντες επιρροής όπως η αντιμεταβίβαση και οι προκαταλήψεις του ερευνητή.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της έρευνας είναι πως η διάρθρωση μιάς εμπειρίας δεν είναι χρήσιμη μόνο για τον ίδιο το συμμετέχοντα αλλά για όποιον ενδιαφέρεται να κατανοήσει το υπό έρευνα φαινόμενο. Εκεί που ο κλινικός θα πει “Ωραία, φαίνεται ότι ανακάλυψες κάτι χρήσιμο για σένα“, ο ερευνητής θα συμπληρώσει “Ευχαριστώ! Τώρα πρέπει να βρω ένα τρόπο να το μετατρέψω σε κάτι κατανοητό και ενδιαφέρον και για άλλους ανθρώπους“. Από αυτήν την άποψη η έρευνα και η κλινική πρακτική είναι κάτι παραπάνω από άρρηκτα συνδεδεμένες.
Θεμέλιος λίθος της έρευνας -κάτι που διδάσκεται κανείς από την πρώτη κιόλας μέρα- είναι η έννοια του σκεπτικισμού. Όλοι οι ερευνητές οφείλουν να είναι σκεπτικιστές ώστε να αμφισβητούν τα πάντα και να μην δέχονται οτιδήποτε μη αποδείξιμο. Άλλη μια σημαντική έννοια είναι η διαφάνεια. Οι έρευνες πρέπει να είναι προσβάσιμες στην κριτική των άλλων και ο τρόπος διεξαγωγής τους, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε καθώς και η ανάλυση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να δημοσιεύονται. Φιλοδοξία των ερευνητών είναι η έρευνα τους να υπερβεί αντάξια τον σκεπτικισμού των συναδέλφων τους.
Παρόλο που η έννοια του σκεπτικισμού είναι κεντρική για τη διεξαγωγή μιας καλής έρευνας, η λέξη “σκεπτικισμός” μπορεί να είναι παρεξηγήσιμη εντός του κλινικού πλαισίου και αντιπαραγωγική για τη θεραπευτική σχέση. Παρόλα αυτά, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη ως αρχική στάση του θεραπευτή, με την έννοια ότι δεν είναι απαραίτητο να πιστέψει (ή να μην πιστέψει) τα λεγόμενα του αναλυόμενου, αλλά να συντονιστεί με αυτά και να εναποθέσει την πίστη του στο γεγονός ότι η από κοινού ανασκόπηση της ζωής του θα παράξει θεραπευτικά αποτελέσματα. Η έννοια της προσβασιμότητας στην πληροφορία είναι επίσης κεντρική στην διαδικασία της εποπτείας. Αναμένεται από τον εποπτευόμενο να αποκαλύπτει λεπτομέρειες της δουλειάς του και να εξετάζει με κριτικό πνεύμα τους τρόπους που αυτή μπορεί να βελτιωθεί. Ως επαγγελματίες θεωρούμε ότι δεν θα υπογραμμίσουμε ποτέ αρκετά, την ανάγκη να εκθέτουμε τη δουλειά μας στην ανατροφοδότηση άλλων επαγγελματιών.
Ένας άλλος τρόπος εφαρμογής της έννοιας του σκεπτικισμού στην κλινική πρακτική είναι η διερεύνηση των προκαταλήψεων και των “τυφλών σημείων” – οι θεραπευτές επωφελούνται από την ανασκόπηση της δουλειάς τους με έναν διαυγή και σχολαστικό τρόπο. Η επιστήμη προσφέρει πολλούς τρόπους σχολαστικής εξέτασης ενός σχεδίου, τόσο των θεραπευτικών πλαισίων όσο και των ερευνητικών μελετών. Οι τεχνικές αυτές περιλαμβάνουν πάντα την κριτική σκέψη, ως βασικό εργαλείο εκμάθησης ενός ακαδημαϊκού κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των ερευνητικών μεθόδων. Η κριτική σκέψη είναι αντίρροπη της εγωκεντρικής σκέψης (“Είναι αλήθεια γιατί εγώ θέλω να πιστέψω ότι είναι αλήθεια”) αλλά και της κοινωνιοκεντρικής σκέψης (“Είναι αλήθεια γιατί οι δικοί μου άνθρωποι το πιστεύουν εδώ και καιρό”). Οι κλινικοί επαγγελματίες μπορούν να επωφεληθούν από αυτήν την αυστηρότητα καθώς η εκπαίδευση στην έρευνα μπορεί να τους μετουσιώσει σε καλύτερους στοχαστές στο κλινικό πεδίο.
Άλλος ένας τρόπος έκφρασης της έννοιας του σκεπτικισμού είναι μέσα από την αποφυγή της κρίσης. Πέρα από τη σωστή διάκριση, ένας καλός επαγγελματίας μπορεί να καθυστερήσει να επικοινωνήσει την κρίση του στον αναλυόμενο μέχρι να έχει αρκετές αποδείξεις για να μπορεί να πει “Είμαι σίγουρος ότι αυτό συμβαίνει“, ή να περιμένει μέχρι την τρίτη ή τέταρτη συνεδρία για να πει “Ξέρεις, βασιζόμενος/η σε αυτά που λες, αυτά που ακούω και αυτά που συζητήσαμε, είμαι σίγουρος/η ότι αυτό είναι ένα από τα πράγματα που συμβαίνουν εδώ. Εσύ τι λες;”. Στην έρευνα υπάρχει η “υπόθεση εργασίας” που σημαίνει ότι ο ερευνητής έχει μια εικόνα του τι συμβαίνει μέχρι να συλλέξει τις πληροφορίες που θα τον οδηγήσουν στη βεβαιότητα. Η αναβολή της βεβαιότητας είναι ουσιώδης τόσο για τους ερευνητές όσο και για τους κλινικούς επαγγελματίες. Για παράδειγμα, στη θεραπευτική πρακτική όσο πιο σίγουρος είναι ο θεραπευτής για κάτι, τόσο πιο πιθανό είναι να βρίσκεται σε κατάσταση αντιμεταβίβασης (Martin, 2000).Τόσο στην κλινική πρακτική όσο και την έρευνα, είναι σημαντικό να αποφεύγονται οι προκατασκευασμένες αντιλήψεις όσον αφορά αντίστοιχα τις παρεμβάσεις και τις μεθόδους.
Υπάρχει μια τεχνική που ενισχύει τα αποτελέσματα της έρευνας, όταν ο ερευνητής επιστρέφει στους συμμετέχοντες μιας ποιοτικής έρευνας και λέει “Κατάλαβα καλά αυτά που μου είπες;” “Η περιγραφή αυτή ταιριάζει με την εμπειρία σου;“. Επιπροσθέτως, κάθε συνερευνητής μπορεί να αναλύσει περαιτέρω τα δεδομένα για να βρει αναλογίες και ευρήματα που επαληθεύουν την υπόθεση εργασίας: “Ανέλυσα τα δεδομένα με αυτόν τον τρόπο. Όταν αναλύω τα ίδια δεδομένα που συνέλεξες καταλήγω σε παρόμοια συμπεράσματα. Όταν εξέτασα τα δεδομένα της έρευνάς σου εντόπισα τα ίδια μοτίβα που εντόπισες και εσύ.” Αυτός ο «διυποκειμενικός συντελεστής συνάφειας» θεμελιώνει ένα βαθμό αξιοπιστίας στα ευρήματα που εντοπίζει τόσο ο αρχικός ερευνητής όσο και αυτοί που ακολούθησαν. Αντίστοιχα, η κλινική εποπτεία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας μας προσφέρει έναν “διυποκειμενικό συντελεστή αξιοπιστίας ” μέσα σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο.
Η ανάπτυξη της ερευνητικής ικανότητας
Οι κλινικοί επαγγελματίες πιθανόν τρομοκρατούνται από την υπόθεση ότι η διεξαγωγή έρευνας απαιτεί μεγάλη και σύνθετη μελέτη με πρόσβαση σε εργαστηριακούς χώρους και περίπλοκο εξοπλισμό. Στην πραγματικότητα όμως, υπάρχει πληθώρα απλών ερευνών με σημαντική συμβολή, χωρίς τη χρήση μηχανημάτων και περίπλοκων στατιστικών αναλύσεων.
Η περιγραφή, η πρόβλεψη και η επεξήγηση της συμπεριφοράς συνιστούν τρεις βασικές επιδιώξεις της επιστήμης. Επιτελώντας τες, η επιστήμη βοηθά την κοινωνία στην επίλυση προβλημάτων. Οι θεραπευτές ενδιαφέρονται εξίσου για αυτά τα τρία στοιχεία αλλά τείνουν να επικεντρώνονται στο άτομο ή την ομάδα για να διευκολύνουν τη θεραπεία του συγκεκριμένου ατόμου ή της συγκεκριμένης ομάδας.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι ερευνητικής μεθοδολογίας. Η πιο γνωστή στο κοινό είναι η επεξηγηματική έρευνα (explanatory method). Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιεί το πείραμα για να εντοπίσει το αίτιο και το αιτιατό μεταξύ μεταβλητών, μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως μέθοδος αποτελεσμάτων (outcome research) και απαντάει στην ερώτηση “Αυτή η θεραπευτική μέθοδος είχε κάποια επωφελή αποτελέσματα σε έναν συγκεκριμένο αριθμό ατόμων και αυτά τα αποτελέσματα είχαν διάρκεια;” Αυτός ο τύπος έρευνας είναι πολύπλοκος και δύσκολα διεξάγεται σωστά καθώς απαιτεί τον απόλυτο έλεγχο του ερευνητή ώστε να αποκλειστεί η πιθανότητα επιρροής κάποιας εξωτερικής μεταβλητής, στο αποτέλεσμα,
Για να χρησιμοποιήσω ένα κλινικό παράδειγμα, ένας θεραπευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει ποικίλους τρόπους για να ελέγξει αν η βελτίωση του αναλυόμενου είναι αποτέλεσμα της θεραπείας ,αλλά αν ο αναλυόμενος, την περίοδο που είναι στη θεραπεία ταυτόχρονα κάνει γιόγκα, τότε είναι αδύνατο να πούμε ότι η γιόγκα δεν είναι η αιτία της βελτίωσης. Σε κλινικό πλαίσιο, πολύ συχνά είναι αδύνατο να ελέγξουμε όλες τις μεταβλητές στη ζωή του ατόμου όπως είναι εξίσου αδύνατο να διατεινόμεθα ότι η ψυχοθεραπεία είναι ο κύριος παράγοντας βελτίωσης. Ο τομέας της έρευνας έχει αναπτύξει τεχνικές επίλυσης αυτού του προβλήματος, όπως αυστηρές πειραματικές συνθήκες ελέγχου, μεγάλο μέγεθος δείγματος, και η τυχαία κατανομή των συμμετεχόντων σε πειραματικές ομάδες. Λίγοι κλινικοί επαγγελματίες έχουν το χρόνο, το χρήμα, την εκπαίδευση ή την επιθυμία να εμπλακούν σε τόσο ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Παρότι από αυτό τον τύπο Τυχαιοποιημένης Ελεγχόμενης Διαδικασίας (ΤΑΔ) απαιτείται να “αποδεικνύει” εάν μια θεραπευτική αντιμετώπιση (όπως και ένα νέο φάρμακο ή θεραπεία) είναι λειτουργική ή μη λειτουργική, υπάρχει αντίλογος όσον αφορά το βαθμό καταλληλότητας αυτού του τύπου “ιατρικοποιημένης” έρευνας στο πεδίο της ψυχοθεραπείας (May, 2012).
Ο δεύτερος μεθοδολογικός τύπος είναι η έρευνα συσχέτισης ή προβλεπτική έρευνα (relational or predictive). Χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση μιας σχέσης είτε μιας συσχέτισης μεταξύ δυο μεταβλητών, χωρίς να αναζητά τη μεταξύ τους αιτιολογική σύνδεση ή μια τρίτη μεταβλητή που πιθανόν να τις προκαλεί. Η συσχέτιση είναι είτε θετική είτε αρνητική. Σε μια θετική συσχέτιση όταν αυξάνεται η τιμή της μιας μεταβλητής, αυξάνεται και η τιμή της άλλης. Για παράδειγμα, η κατανάλωση παγωτού αυξάνεται όταν αυξάνεται η θερμοκρασία. Στην αρνητική συσχέτιση, όταν αυξάνεται η τιμή της μιας μεταβλητής, μειώνεται η τιμή της άλλης. Για παράδειγμα, η αύξηση του επιπέδου διαπαιδαγώγησης των γυναικών συνδέεται με τη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας. Στις έρευνες πρόβλεψης δεν είναι απαραίτητη η ομάδα ελέγχου και έτσι διεξάγονται πιο εύκολα και με χαμηλότερο κόστος. Αυτό μπορεί να είναι πολύ σημαντικό για έρευνες που αφορούν θεραπευτικές παρεμβάσεις, καθώς η αναχαίτιση της θεραπείας (στην ομάδα ελέγχου), σε πολλές περιπτώσεις, θεωρείται αντιδεοντολογική σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ο τρίτος μεθοδολογικός τύπος είναι η περιγραφική έρευνα και χρησιμοποιείται για την απλή περιγραφή φαινομένων είτε σε ένα φυσικό περιβάλλον είτε στο εργαστήριο. Για παράδειγμα, η περιγραφική έρευνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρατήρηση μιας εξω-λεκτικής επικοινωνίας ή στη συνέντευξη ενός αναλυόμενου σχετικά με την εμπειρία του στη θεραπεία, όπως για παράδειγμα, σε μια κλινική μελέτη περίπτωσης -που αφορά όμως ένα συγκεκριμένο αναλυόμενο- όπου γίνεται περιγραφή του αποτελέσματος της θεραπευτικής του πορείας. Τα ερωτηματολόγια (surveys) τείνουν να είναι επίσης περιγραφικά, καθώς περιγράφουν τις τάσεις των απαντήσεων των υποκειμένων σε ένα σταθμισμένο αριθμό ερωτήσεων ή προτάσεων. Ο σχεδιασμός και η διεξαγωγή μιας περιγραφικής έρευνας συντελούνται πιο εύκολα, δεν απαιτείται υψηλό κόστος, ούτε εξοπλισμός, όπως στη μελέτη περίπτωσης. Ωστόσο, τέτοιες έρευνες χρειάζονται προσοχή διότι, παρότι είναι εύκολες, είναι δύσκολη η σωστή διεκπεραίωσή τους. Το διακύβευμα είναι η εφαρμογή του “ερευνητικού νου” σε οποιοδήποτε σχεδιασμό. Με αυτόν τον τρόπο ακόμα και μια σεμνή, απλή μελέτη μπορεί να συνεισφέρει και να διευρύνει τον κλάδο της ψυχοθεραπείας, αρκεί να συντελείται με διανοητική σχολαστικότητα, συστηματική σκέψη, διερεύνηση πιθανών σφαλμάτων ή προκαταλήψεων, σωστή μεθοδολογία, διαφάνεια και ηθική στάση.
Από μια άποψη, η κλινική πρακτική περιλαμβάνει και τους τρεις προαναφερθέντες τύπους έρευνας. Οι θεραπευτές προβαίνουν σε περιγραφική έρευνα όταν ζητούν από τον αναλυόμενο να περιγράψει τη σωματική εμπειρία τους ή όταν περιγράφουν οι ίδιοι στον αναλυόμενο τις στάσεις, τις κινήσεις και τις κινησιολογικές εκφράσεις του. Πραγματοποιούν έρευνα συσχέτισης όταν ζητούν από τον αναλυόμενο να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της αναπνοής του και των επιπέδων του άγχους του και τέλος, πραγματοποιούν άτυπη επεξηγηματική έρευνα όταν, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα και επαναλαμβανόμενες δοκιμές, ο αναλυόμενος αισθάνεται πως όταν κινείται στην διάρκεια ενός συναισθήματος νοιώθει περισσότερο ενδυναμωμένος από το αν πάγωνε με την εμφάνιση αυτού του συναισθήματος.
Μια δυσκολία που παρατηρείται για πολλούς κλινικούς επαγγελματίες-ερευνητές είναι ότι, για τη διεξαγωγή μιας έρευνας που περιλαμβάνει τη συμμετοχή υποκειμένων, απαιτείται άδεια από κάποια θεσμική επιτροπή επιθεώρησης (Institutional Review Board/ IRB). Είναι απαραίτητη η κατάθεση μιας ερευνητικής πρότασης σε μια επιτροπή εκπαιδευμένων ερευνητών, οι οποίοι θα καθορίσουν εάν η έρευνα ακολουθεί τους κανόνες δεοντολογίας σχετικά με την εκούσια συμμετοχή των υποκειμένων στην έρευνα, την προστασία και την ολοκληρωμένη πληροφόρησή τους, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι συμμετέχοντες δεν θα ζημιωθούν ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους. Παρότι όλα τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά εργαστήρια έχουν επιτροπές δεοντολογίας, η πρόσβαση των ιδιωτών ψυχολόγων σε αυτά είναι πολύ δύσκολη. Αυτός είναι άλλος ένας λόγος για να συνεχίσει η Σωματική Ψυχολογία να διεκδικεί τη θέση της στο ακαδημαϊκό περιβάλλον ή τη σύναψη κυβερνητικών συνεργασιών.
Μελλοντικές Κατευθύνσεις
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις καλλιέργειας ενός κλινικού και ερευνητικού νου; Παρακάτω ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
- Όλες οι καλές έρευνες ξεκινούν συγκεντρώνοντας τη βιβλιογραφία που σχετίζεται με την ερευνητική υπόθεση και έχοντας μια πλήρη εικόνα των δεδομένων που υπάρχουν ήδη στον τομέα, πριν ξεκινήσουν κάτι νέο. Ένας τρόπος ανάπτυξης ερευνητικών ικανοτήτων ξεκινά με τη μελέτη της ερευνητικής βιβλιογραφίας σχετικά με τα θέματα ενδιαφέροντος, την εξοικείωση με τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους και την ανάλυση δεδομένων. Διαβάζουμε τις καθαυτές έρευνες και όχι απλά τα βιβλία που βασίζονται στις έρευνες. Αυτό απαιτεί και ορισμένες τεχνικές ικανότητες: το να μάθουμε πώς να χρησιμοποιούμε διαδικτυακές βάσεις δεδομένων και έρευνα σε βιβλιοθήκες.
- Αναζητήστε συνεργασία με κάποιο συνάδελφο που έχει κάνει έρευνα στο παρελθόν και κάντε ένα σχέδιο από κοινού ή συνεργαστείτε με κάποιον ερευνητή που θέλει να κάνει μια έρευνα στους αναλυόμενούς σας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει και οι δυο να διασφαλίσετε ότι η έρευνα δεν θα παρεμβαίνει στη θεραπεία.
- Μη στηρίζεστε σε επιχορηγήσεις. Αυτές συνήθως δίνονται σε άτομα με ιστορικό ερευνητικών δημοσιεύσεων. Εάν δεν είναι δυνατή η συνεργασία με κάποιον ερευνητή που λαμβάνει επιχορηγήσεις τότε μπορείτε να:
- Ξεκινήσετε μια έρευνα με μικρό αριθμό συμμετεχόντων και απλή ερευνητική πρόταση. Σχεδιάστε μια έρευνα που απαιτεί μικρό έως μηδενικό χρηματικό προϋπολογισμό και δεν χρειάζεται απεριόριστο χρόνο για να ολοκληρωθεί. Πιθανότατα μια περιγραφική έρευνα ή έρευνα συσχέτισης.
- Σιγουρευτείτε ότι δημοσιεύετε τα αποτελέσματα της έρευνάς σας σε ένα διακεκριμένο επιστημονικό περιοδικό σε θέματα ψυχολογίας που ιδανικά είναι δημοφιλές (ιδίως μεταξύ των συναδέλφων) και περιλαμβάνει βιβλιογραφικές παραπομπές. Συμβουλευτείτε κάποιον που είναι εξοικειωμένος με την δημοσίευση ερευνών και μπορεί να συμβάλλει στις τεχνικές πλευρές της παρουσίασης, την διάταξη, την μορφή του κειμένου, κλπ.
- Αποφύγετε να χρησιμοποιήσετε μια ερευνητική μέθοδο που δεν κατέχετε ή δεν έχετε τα μέσα για να ολοκληρώσετε. Ακόμα και αν τα ερευνητικά αποτελέσματα παρουσιάζουν ενδιαφέρον, η έρευνα δεν πρόκειται να δημοσιευτεί εάν δεν έχουν ελεγχθεί όλες οι μεταβλητές και δεν έχουν αποκλειστεί εναλλακτικές ερμηνείες σχετικά με τα αποτελέσματα.
- Ενημερωθείτε για τις νέες ερευνητικές μεθόδους που είναι κοινωνικά συναφείς, συνεπείς ως προς τη ψυχοθεραπευτική πρακτική και ιδίως εκείνες που δίνουν φωνή σε περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν συμμετοχικές έρευνες δράσης, έρευνες που βασίζονται στην τέχνη, φεμινιστικές έρευνες, έρευνες που βασίζονται σε ιθαγενείς πληθυσμούς, και οποιαδήποτε μέθοδο που βασίζεται στην κριτική θεωρία (Caldwell & Johnson, 2012, Chambers, 2008, Clifford, 1994). Δεν είναι απαραίτητο να προσκολλούμεθα σε θετικιστικές ερευνητικές μεθόδους, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές για να εκμεταλλευτούν και να βλάψουν τα υποκείμενα που ερευνούν.
- Χρησιμοποιείστε ερευνητικές τεχνικές που τιμούν και ευνοούν τη σωματική εμπειρία (Tondres, 2007), όπως η ενσώματη αντανακλαστικότητα (reflexivity) στην έρευνα (Finlay, 2005, Hein, 2004), η ενσώματη καταγραφή πληροφοριών (Brooks, 2010), η ενσώματη ανάλυση δεδομένων (Chadwick, 2012), ενσώματη γραφή (Anderson, 2002), και η ενσώματη παρουσίαση των δεδομένων (Denzin, 2003, Spry, 2001).
Συμπεράσματα
Ουσιαστικά, η σωστή έρευνα ανάγεται στην καλλιέργεια ενός “ερευνητικού νου”, που έχει υψηλή συσχέτιση με τον “κλινικό νου”. Περιλαμβάνει κυρίως μια στάση περιέργειας, σκεπτικισμού, αυτοελέγχου και ανοιχτόμυαλης συστηματικής και κριτικής σκέψης. Άλλωστε οι πραγματικές ερευνητικές μέθοδοι απορρέουν από αυτά τα συστατικά. Για παράδειγμα, κάποιες πολύ επιτυχημένες προσεγγίσεις όπως η Γνωσιακή-Συμπεριφορική θεραπεία (CBT) και η Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία (DBT) ξεκίνησαν με τους θεραπευτές να χορηγούν ερωτηματολόγια πριν και μετά τις συνεδρίες (“pro-test” και “post-test”) σχετικά με τι λειτούργησε, τι όχι και γιατί. Με την πάροδο του χρόνου προθυμοποιήθηκαν να τροποποιήσουν τον τρόπο εργασίας τους με στόχο την ανατροφοδότηση, έγιναν πιο λεπτομερείς και αναλυτικές και χρηματοδοτήθηκαν, με αποτέλεσμα τώρα να θεωρούνται “επιστημονικά τεκμηριωμένες”. Οι Σωματικοί Ψυχοθεραπευτές μπορούν επίσης να ξεκινήσουν απλά, παρακολουθώντας μαθήματα ερευνητικής μεθοδολογίας, καλλιεργώντας τη μεταξύ τους συνεργασία, υποστηρίζοντας το έργο ακαδημαϊκών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και μέσα από την εξοικείωση με καινοτόμες μεθόδους που συγκεντρώνουν ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και δεν απαιτούν πολλούς πόρους πέρα από τους ενσώματους, κλινικά ενημερωμένους εαυτούς μας που διαθέτουν έναν “ερευνητικό νου”.
Βιογραφικό Σημείωμα
Η Christine Caldwell, PhD, LPC, BC-DMT είναι ιδρύτρια και πρώην διευθύντρια του τμήματος Σωματικής Συμβουλευτικής Ψυχολογίας και πρύτανης της Πτυχιακής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Naropa. Ασχολείται με τη διδασκαλία και την εκπαίδευση σε διεθνές επίπεδο και είναι συγγραφέας δυο βιβλίων, το “Getting Our Bodies Back” και το “Getting In Touch”. Προσφέρει εκπαίδευση στη Σωματική Ψυχοθεραπεία (the Moving Cycle) και ειδικεύεται στις εξαρτήσεις, το παιχνίδι, την κινησιολογική ακολουθία, την εκπαίδευση επαγγελματιών υγείας, την ερευνητική δραστηριότητα, τη γέννηση και το θάνατο.
Ηλεκτρονική διεύθυνση: caldwell@naropa.edu
Ιστοσελίδα: www.themovingcycle.com
Η Rae Johnson PhD, RSMT είναι πρόεδρος των σπουδών σωματικής κατεύθυνσης στο διδακτορικό πρόγραμμα της ψυχολογίας βάθους του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Pacifica και υπεύθυνος του Ινστιτούτου Ενσώματων Σπουδών, ενός μη κερδοσκοπικού εκπαιδευτικού οργανισμού που στοχεύει στη διεύρυνση της διεπιστημονικής γνώσης σχετικά με τη βιωμένη σωματική εμπειρία. Η Johnson έχει παρουσιάσει διεθνώς τη δουλειά της σχετικά με τη ενσώματη εμπειρία της καταστολής και των σωματικών ερευνητικών μεθόδων και είναι συγγραφέας των βιβλίων “Knowing are bones”, -μια μελέτη πάνω στην ενσώματη γνώση των σωματικών εκπαιδευτών- και του “Element Movement”, μια μορφή σωματικής τέχνης που συνδυάζει τις αλχημικές διαδικασίες με την εκφραστική και στοχαστική κινησιολογική πρακτική. Στο παρελθόν είχε ηγετικό ρόλο στον κλάδο της Σωματικής Ψυχολογίας στο Ινστιτούτο της Santa Barbara, το πανεπιστήμιο Naropa, το πανεπιστήμιο Meridian και στο τμήμα της Επαγγεματικής Ψυχολογίας στη Σχολή του Σικάγο.
Ηλεκτρονική διεύθυνση: raejohnsonsomatic@gmail.com
Ιστοσελίδα: www.embodimentstudies.org
Βιβλιογραφία
-Anderson, R. (2002). Embodiement writing: Presencing the body in somatic research, Part I, What is embodied writing. Somatics: Magazine/Journal of the Mind/body Arts and Sciences, 13(4), 40-44.
-Anderson, R. (2002). Embodied writing: Presencing the body in somatic research, Part II, What is
embodied writing. Somatics: Magazine/Journal of the Mind/body Arts and Sciences, 14(1), 40-44.
-Brooks, C. (2010). Embodied transcription: A creative method for using voice-recognition software.
The Qualitative Report, 15(5), 1227-1241
-Caldwell, C. and Johnson, R. (2012). Cultivating a somatically- informed research mind. In
Courtenay Young (Ed.) About the Science of Body Psychotherapy. Galashiels, UK: Body
Psychotherapy Publications.
-Caldwell, C. and Johnson, R. (2012). Embodied critical inquiry. In C. Berrol and R. Cruz (Eds.)
Dance Movement Therapists in Action: A Working Guide to Research Options, 2nd Ed.
Springfield, IL: Charles C. Thomas Publishers.
-Chadwick, R. J. (2012). Fleshy enough? Notes towards an embodied analysis in critical qualitative
research. Gay and Lesbian Issues and Psychology Review, 8/2, 82-97.
-Chambers, R. (2008). PLRA, PLA and pluralism: Practise and theory. In The Sage Habdbook Of
Action Research: Participative Inquiry and Practise. Reason, P. and H. Brandbury (Eds). Sage
- 297-318.
-Charmaz, K. (2000). Grounded theory: Objectivist and constructivist methods. In N.K. Denzin &
Y.S. Lincoln (Eds.), Handbook of Qualitative Research (2nd ed., pp. 509-535). Thousand Oaks,
CA: Sage.
-Clifford, D. (1994). Critical life stories: Key anti-oppresive research methods and processes. In
Truman, C. and Humphries, B. (Eds.), Re-thinking social research: Anti-discriminatory
approaches in research methology, Aldershot: Avbury, pp. 185-204.
-Denzin, N.K. (2003). Performance Ethnography: Critical Pedagogy and the Politics of Culture.
Thousand Oaks, CA: Sage.
-Denzin, N.K. & Lincoln Y.S. (Eds.). (2011). The SAGE Handbook of Qualitative Research. Sage.
-Finlay, L. (2005). Reflexive embodied empathy: A phenomenology of participant-researcher
intersubjectivity. The Humanistic Psychologist, 33(4), 271-292.
-Hein, S. F. (2004). Embodied reflexivity: The disclosive capacity of live body. In Serge p. Sholov
(Ed.) Advances in Psychology Research, 30, 57-74.
-Heller, M. C. (2012). Body Psychotherapy: History, Concepts and Methods. WW Norton &
Company.
-Jackson, S. (2008). Research Methods: A Modular Approach. Belmont, CA: Thompson Wadsworth.
-Linehan, M. M. & Dimeff, L. (2001). Dialectical Behaviour Therapy in a nutshell. The California
Psychologist, 34, 10-13.
-May M. (2012). RCTs: Not all that glitters is gold. Stanford Social Innovation Review. Retrieved on
November 26, 2013 from http://www.ssireview.org/blog/entry/rcts_not_all_that_glitters_is_gold
-Martin, D. (2000). Counseling and Therapy Skills (2nd edition). Prospect Heights, IL: Waveland
Press, Inc.
-Spry, T. (2001). Performing autoethnography: An embodied methodological praxis. Qualitative
Inquiry, 7(6), 706-732.
-Todres, L. (2007). Embodied Enquiry: Phenomenological Touchstones for Research, Psychotherapy, and Spirituality. Pagrave Macmillan.
Το παρόν κείμενο αποτελεί πνευματικό δικαίωμα των δημιουργών του και δημοσιεύεται με τη σύμφωνη γνώμη τους. Ως εκ τούτου απαγορεύεται η αναδημοσίευση/αναπαραγωγή με οποιοδήποτε τρόπο, ολόκληρου ή μέρους του κειμένου χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών ή/και την αναφορά στο όνομά τους.
Στο πλαίσιο δράσεων της Επιστημονικής Επιτροπής της ΠΕΣΩΨ
Μετάφραση : Ζωή Παπανικολάου
Επιμέλεια: Μαριλένα Κόμη, Ζωή Σίλλατ